- δευτερόκλιτος
- -η, -οαυτός που ανήκει στη δεύτερη κλίση: Ο «άνθρωπος» είναι δευτερόκλιτο ουσιαστικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δευτερόκλιτος — η, ον (AM δευτερόκλιτος, ον) (για ονόματα) αυτός που ανήκει στη δεύτερη κλίση τής αρχαίας ελληνικής γραμματικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό Φιλίστωρ] … Dictionary of Greek
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek
στρηνός — Πόλη της αρχαίας Κρήτης για την οποία δεν έχουμε ιστορικές πληροφορίες και αγνοούμε την ακριβή θέση της. Οι κάτοικοι της ονομάζονταν Στρήνιοι. * * * ή, όν, ΜΑ στρηνής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος δευτερόκλιτος τ. τού επιθ. στρηνής*] … Dictionary of Greek